ακριβοθρέφω

ακριβοθρέφω
(αόρ. ακριβόθρεψα) μετ.
1) заботливо воспитывать; 2) много тратить на прокорм (животных)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ακριβοθρέφω" в других словарях:

  • ακριβοθρέφω — και ακριβοτρέφω 1. τρέφω κάποιον ή κάτι με μεγάλη δαπάνη, δαπανώ πολλά για την τροφή 2. ανατρέφω κάποιον με μεγάλη φροντίδα και στοργή, μοσχαναθρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + θρέφω ή τρέφω] …   Dictionary of Greek

  • ακριβοτρέφω — βλ. ακριβοθρέφω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»